- αποτέμνω
- (AM ἀποτέμνω)κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζωαρχ.-μσν.(-ομαι) ευνουχίζομαιαρχ.Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστάII. (-ομαι)1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω2. αποχωρίζω για δική μου χρήση, αποσπώ3. φρ. «ἀποτέμνω βαλάντια» — κλέβω πορτοφόλια, είμαι πορτοφολάς.
Dictionary of Greek. 2013.